- λατανία
- (Latania). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας arecacea, με τρία ιθαγενή είδη. Πρόκειται για ψηλούς φοίνικες με γερό κορμό και μακρόμισχα, στρογγυλά, ριπιδόμορφα και με ακανθωτά χείλη φύλλα στην κορυφή του. Τα θηλυκά και τα αρσενικά λουλούδια δημιουργούνται σε διαφορετικά δέντρα. Πολλά είδη παράγουν κλωστικές ίνες. Είναι φυτά διακοσμητικά, ευδοκιμούν σε σκιερές τοποθεσίες το καλοκαίρι και σε θερμοκήπια τον χειμώνα. Πολλαπλασιάζονται με σπορά.
* * *και λατάνια, ηβοτ. γένος ωραίων φοινικοειδών δέντρων τών θερμών χωρών με φύλλα παλαμοειδή που παράγουν κλωστικές ίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. latania].
Dictionary of Greek. 2013.